- πλανοτροπος
- πλανοτρόποςπλᾰνο-τρόπος2отклоняющий заблуждения, разъясняющий Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλανοτρόπος — ον, Α αυτός που κατατροπώνει τις αιρετικές διδασκαλίες ή τους αιρετικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνος (Ι) «αυτός που πιστεύει ή διδάσκει εσφαλμένες θρησκευτικές αλήθειες» + τρόπος (< τροπή < τρέπω)] … Dictionary of Greek